- εισαγγελικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στον εισαγγελέα ή την εισαγγελία: Εισαγγελικό έγγραφο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εισαγγελικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εισαγγελέα ή στην εισαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Γ. Κ. Σάρρο] … Dictionary of Greek